- διικνοῦμαι
- διικνέομαιgo throughpres ind mp 1st sg (attic epic doric)διικνέομαιgo throughpres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διικνούμαι — διικνοῡμαι ( έομαι) (Α) [ικνούμαι] 1. περνώ ανάμεσα, διεισδύω 2. διηγούμαι, εκθέτω 3. (για χρόνο) παρεμβάλλομαι 4. (για ψυχικά πάθη) υπομένω μέχρι τέλους 5. φθάνω ώς ένα σημείο 6. πετυχαίνω με βλήματα έναν στόχο … Dictionary of Greek
δίιξις — δίιξις, η (Α) [διικνούμαι] 1. διείσδυση 2. διείσδυση τών αισθήσεων στη συνείδηση 3. διήγηση … Dictionary of Greek
διικτικός — διικτικός, ή, όν (Α) [διικνούμαι] διαπεραστικός … Dictionary of Greek
ικνούμαι — ἱκνοῡμαι, έομαι (Α) 1. έρχομαι, φθάνω σε κάτι 2. έρχομαι στο σπίτι κάποιου 3. (για ψυχικές καταστάσεις) καταλαμβάνω, κυριεύω 4. έρχομαι σε κάποιον ως ικέτης, ικετεύω 5. απρόσ. ἱκνεῑται αρμόζει, πρέπει 6. (η μτχ. ουδ. ενεστ. ως επίθ.) ἱκνούμενον… … Dictionary of Greek
συνδιικνούμαι — έομαι, Μ (αποθ.) διεισδύω μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διικνοῦμαι «περνώ ανάμεσα, διεισδύω»] … Dictionary of Greek